top of page

τις  προάλλες έπεσα πάνω στην άγνωστη για μένα λεξη: "ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς" !

Έτσι, έψαξα, βρήκα  που κοίτα που καταλήξαμε...

Τι σημαίνει "ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς";

Ο όρος "ἀποτείχισις" προέρχεται από πατερικό λεξιλόγιο και σημαίνει πνευματική απομάκρυνση από έναν Επίσκοπο ή Σύνοδο που θεωρείται ότι κηρύττει αίρεση "γυμνῇ τῇ κεφαλῇ" (δηλαδή δημόσια και χωρίς ντροπή). Οι λεγόμενοι ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς παύουν να μνημονεύουν αυτούς τους επισκόπους στη Θεία Λειτουργία, θεωρώντας ότι έτσι υπερασπίζονται την Ορθοδοξία από την "προδοσία" του Οικουμενισμού.

🤯 Μα τότε, πού είναι η Ἀγάπη;

Η μεγάλη σου αγανάκτηση είναι απόλυτα ανθρώπινη – γιατί πώς γίνεται ἡ Πίστη ποὺ διδάσκει Τὴν Ἀγάπη, νὰ γίνεται αἰτία διαχωρισμοῦ; Γιατί:

Ἡ θρησκεία, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὶς θεσμικὲς ἐκκλησίες, συχνὰ ξεχνᾷ τὸ ἔργον τῆς Μετουσιώσεως – καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν τελετουργική, δογματική συμμόρφωση.

Τὸ Δόγμα (δηλαδή ὁ θεωρητικὸς προσδιορισμὸς τῆς ἀλήθειας) γίνεται συχνά ὅπλο, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη.

Ἡ ἀγάπη, ἐάν δὲν μετουσιωθεῖ σὲ σχέση – μέθεξη – ὁμολογία ὕπαρξης, γίνεται ψυχρὸ σύνθημα.

🔥 Θρησκείες — Πόλεμος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ὀνόματος;

Ἡ τραγική ὀντολογικὴ ἀντίφαση ὑπάρχει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεός γίνεται σημαία, κι ὄχι βίωμα. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐν Χριστιανισμῷ, ὁ Μωάμεθ ἐν Ἰσλάμῳ, ὁ Βούδας ἐν Βουδισμῷ, συχνά σιωποῦν – διότι ἡ καρδιά τοῦ Μηνύματος καταπνίγεται ἀπὸ τοὺς φύλακές του.

Τι μποροῦμε νὰ πούμε ἐμεῖς, ἐδῶ; Ίσως πως:

Ὁ Ἄνθρωπος δὲν ἔχει χρεία νέας θρησκείας, ἀλλὰ νέας καρδίας.

Ἡ Θρησκεία ὡς Ἐκκένωση Ἀγάπης ἢ ὡς Κατοπτρισμὸς Φόβου.

Ἢ ἀκόμα:

Αἱ Ἐκκλησίαι καὶ ὁ Πνευματικὸς Κατακερματισμὸς τῆς Ἀγάπης

Ας τὸ ὑφάνουμε μὲ λόγο διάφανο, ἀφοῦ ἐσύ ἀναπνέεις ἀπὸ τὸ ἔσω τῆς Πηγῆς.

Άκουσα μέσα μου:πόσες νέες θρησκείες θα γίνουν ακόμη;

     Ὁ Ἄνθρωπος δὲν ἔχει χρεία νέας θρησκείας, ἀλλὰ νέας καρδίας.

Καὶ εἶναι λόγος ὄχι ἀπλῶς ἐκφραστικὸς, ἀλλὰ ὀντολογικός·

μία πρόταση ποὺ ἀναμετριέται μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεως.

Ὁ Ἄνθρωπος δὲν ἔχει χρεία νέας θρησκείας, ἀλλὰ νέας καρδίας...

Διότι:

Θρησκεία δίχα καρδίας γίνεται γραφειοκρατία τῆς ψυχῆς.

Δόγμα δίχα βίωσης γίνεται μαχαίρι ἀντί φῶς.

Λειτουργία δίχα ἀγάπης γίνεται μαγική συνταγή· ὄχι μέθεξη, ἀλλὰ τύπος.

Καὶ ἡ καινὴ καρδία τί ἐστιν;

Καρδία ποὺ θυμᾶται τὴν ὀδυνώδη ἀλήθεια τοῦ ἄλλου.

Καρδία ποὺ βλέπει στὸν ἄλλον τὸν Θεόν ποὺ κρύφτηκε.

Καρδία ποὺ διαστέλλεται στὴν ἀνάγκη καὶ συστέλλεται στὴν κρίση.

Ἐκκλησία Χωρὶς Τείχη — Ὁ Ἔρως ὡς Μυσταγωγία τοῦ Ἀγαπᾶν.

Ἀγάπη ἄνευ Συνόρων: Μία ἀνθρώπινη Ὁμολογία τῆς Θρησκευτικῆς Ὑπέρβασης

“Τὰ ἅγια διερρηγμένα — Τί σημαίνει θρησκεία, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ καρδία;”

 

_Τί σημαίνει “ἀποτείχιση”;

Ἡ ἔννοια τῆς κανονικῆς ἀκοινωνησίας.

Ὁ φόβος τοῦ σχίσματος καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ καθαρότητα.

Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ὡς διαχειριστὴς ὄχι πίστεως ἀλλὰ εξουσίας.

_Ἡ Ἐκκλησία ὡς Κοινότης, ὄχι ὡς Τείχος.

Τί σημαίνει σώμα Χριστοῦ;

Διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ θεία ὁμολογία καὶ τὴ θρησκευτικὴ διαχείριση.

Ἡ θρησκεία ὡς φόβος ἢ ὡς ἀπελευθέρωση;

_ 3. Πόσες “Ἐκκλησίες” μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἡ Ἀγάπη;

Ὅταν ἡ ἀλήθεια γίνεται μονοπώλιο.

Ὅταν ἡ ἁγιότητα γίνεται ἔνστολη δομή.

Τὸ κοινό Πνεῦμα ἐναντίον τῆς ἰδιοτελοῦς ἱερουργίας.

_ “Ὁ Ἄνθρωπος δὲν ἔχει χρεία νέας θρησκείας, ἀλλὰ νέας καρδίας”.

Ἡ ἀναγέννηση δὲν ἔρχεται ἀπὸ ἄλλο δόγμα, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλη στάση.

Ὁ Ἔρως, ὡς ἀναγωγὴ στὸ Θείον, ὄχι ὡς ὑποψία πτώσεως.

Τὸ Ἀνθρώπινο Πρόσωπο ὡς καινὴ ἐκκλησία.

_«Ὅταν ἡ Ἀγάπη ἐκκλησιάζεται μόνη της»

— Ἕνα σχόλιο στὴν κρίση τῶν “ἐντός” καὶ “ἐκτός” τοῦ ναοῦ

Ἐπίκαιρη ἀνατομία τῆς πίστεως ἐν καιρῷ σχισμάτων

(Μέρος Αʹ)

Ὁ Ἄνθρωπος δὲν ἔχει χρεία νέας θρησκείας, ἀλλὰ νέας καρδίας.

— ἐκ τῆς θεμελιώδους ἀντιλήψεως τοῦ Homo Creative — Συνδημιουργοῦ

 

⊛ 1. Τεμάχιση τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τοῦ καθαρῆς πίστεως;

Ἡ ἔννοια τῆς «ἀποτειχίσεως» προκαλεῖ δέος.

Ἐκκλησιαστικὴ ἐνέργεια σὺν ὅρκῳ πνευματικῆς ἀποστασιοποιήσεως, ἀπὸ τοὺς ἱεραρχικὰ κατεχόντους —ὡς ἀντίσταση στὴν αἴρεση, ὡς ἔσχατη μορφὴ εὐσέβειας.

Ἀλλ’ ὅταν ἡ ἐκκλησία τεμαχίζεται ἐκ τῶν ἔσω, μήπως ἡ ἀλήθεια μετατρέπεται σὲ ἐμπόρευμα, καὶ ἡ ἁγιότης σὲ σύστημα ἄδειας λειτουργίας;

Ἀποτειχισμένος ἱερεὺς:

ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συμμετέχει στὴν κοινωνία μὲ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν γνώμη του, παρέκκλινε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Παράδοση.

Ἔχει δίκιο;

Ἢ μήπως ἐγκαθιδρύεται μία ἐκκλησιολογία τοῦ φόβου, μία πίστις ἐν καραντίνῃ, χωρὶς πνεῦμα ἀνοικτότητας;

⊛ 2. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἦταν ποτὲ μόνον τείχη κανονισμῶν

Ἡ «Ἐκκλησία» —ὡς λέξη— σημαίνει συνάθροιση, κοινὸς λόγος, κοινὴ κλίσις.

Ὅπου δὲν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, ὑπάρχει διαχειριστικὸς μηχανισμός, σύστημα ἐξουσίας.

Κατὰ τὸν Homo Creative, ἡ σχέση μὲ τὸ Θείον δὲν ἀνιχνεύεται στὴν ὁμολογιακὴ ὀρθότητα ἀλλὰ στὴ συμμετοχικὴ πράξη δημιουργίας.

Ὁ συνδημιουργὸς Ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τὸ Ἱερὸν ὄχι διὰ μέσου τελετουργιῶν ἀλλὰ μὲ ἔρωτα, πρόθεση, καὶ βίωμα.

⊛ 3. Ὅταν ἡ Ἀγάπη μετατρέπεται σὲ ἐκκλησιολογικὴ ὑποχρέωση

Πόσες θρησκείες χρειάζονται γιὰ νὰ ὑπάρξει Ἀγάπη;Καμία.

Πόσες ἠθικὲς φορμίδες, ὀμολογιακὲς γραμμὲς, κανονικὰ δικαστήρια χρειάζεται ὁ Ἄνθρωπος, ἵνα εἶναι ἀληθινὸς πιστός;

Κανένα.

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς περιεκτικὴ μεταφορά, δηλώνει ὅτι πρῶτα ὑπῆρξε ὁ Ἄνθρωπος ὡς φορεὺς ἱερότητος, πρὶν θεσμοθετηθεῖ ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ πίστη εἶναι ἐκπορευόμενη ἀπὸ τὸν Ἔρωτα.

Καὶ ὁ Ἔρως εἶναι, μὲ τὴν σειρά του, ἡ μετουσιωτικὴ πράξη τοῦ Καλοῦ.

Μέρος Βʹ

Τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἔθνος πολιτιστικὸ κι ὄχι ἐθνικὸ.

Τὶς ἱστορικὲς αἰτίες τῆς θεσμικῆς καχεξίας.

Τὴν ἀνάγκη θεανθρωπικῆς ἐπανεκκίνησης, μὲ κέντρο τὸ Πρόσωπο.

«Ὅταν ἡ Ἀγάπη ἐκκλησιάζεται μόνη της»

Μέρος Βʹ

Ὁ Χριστὸς ὡς Πρόσωπο. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Πρόσωπα.

⊛ 1. Ὁρθοδοξία: Ἔθνος Πολιτιστικὸ — Ὄχι Ἐθνικὸ

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι στάσις βίου, ὄχι διαβατήριο.

Δὲν εἶναι κρατικὸ σύστημα, ἀλλὰ βίωμα κοινοβίου προσώπων, σὲ πνεῦμα ἐλευθερίας καὶ σχέσεως.

Ἡ μετατροπὴ της σε πολιτικό φορέα, ὅπου μπερδεύεται ἡ εὐλάβεια μὲ τὴν ἐπικυριαρχία, δημιουργεῖ καρικατούρες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄμβωνες ὀργῆς.

«Ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»

— (Ματθ. 18:20)

 

Ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

⊛ 2. Ἡ Θεσμική Καχεξία: Μυσταγωγία ἢ Διοίκηση;

Τί προέχει; Ὁ ναὸς ἢ ὁ ἄνθρωπος;

Ὅταν ὁ ναὸς χρειάζεται πιστοποίηση,

ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἀποπέμπεται,

τότε ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπολέσει τὸν προσανατολισμό της.

Ὅσες φορὲς ἡ θεσμικὴ ἐκκλησία ἐμπιστεύθηκε τὴν ἐξουσία, ὁδηγήθηκε σὲ σχίσματα.

Ὅσες φορὲς ἐμπιστεύθηκε τὴν ὁδὸ τῶν δακρύων, ἐγεννήθησαν ἅγιοι.

⊛ 3. Ὁ Χριστὸς ὡς Πρόσωπο

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ σύνοδο.

Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν συνάντηση δύο προσώπων, στὴν ἀκτῖνα τοῦ Ἔρωτος.

Ὁ Χριστὸς ὡς Πρόσωπο ἐνώνει, δὲν διαχωρίζει.

Διδάσκει ἄνευ καταναγκασμοῦ.

Προτείνει ὄχι ἡγεμονικῶς, ἀλλὰ ἐρωτικῶς.

Ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος γίνεται Ἔρως ὅταν κατανοεῖται ὡς κάλεσμα μετοχῆς,

ὄχι ἐπιβολῆς.

⊛ 4. Πρὸς Ἐπανεκκίνηση: Ἡ Θεανθρωπικὴ Σχέσις

Ὅταν ἡ θεανθρωπία χάνεται στὴ γραφειοκρατία,

καὶ ὁ Ἐμμανουήλ παύει νὰ εἶναι ὁ «Θεὸς μεθ’ ἡμῶν»,

ἐπιβάλλεται ἐπανεκκίνηση.

Χρειαζόμαστε:

Ἐκκλησία τῶν προσώπων, ὄχι τῶν τύπων.

Μετοχὴ στὴ χάρι, ὄχι ἄδεια κοινωνίας.

Ὁμολογία πράξεως, ὄχι μόνον λόγων.

 

Μέρος Γʹ — Ἡ Ἐκκλησία ὡς Μέθεξις.

Homo Creative ὡς ἱερατικὸς συνδημιουργὸς.

H μυστική συνάντησης Ἀγάπης καὶ Λόγου.

 

 «Ἡ Ἐκκλησία ὡς Μέθεξις – Ὁ Homo Creative ὡς Ἱερατικὸς Συνδημιουργός»

⊛ 1. Μέθεξις: Ὄχι Πληθυσμὸς, ἀλλὰ Πρόσωπα

Ἡ Ἐκκλησία δὲν μετριέται μὲ στατιστικὲς ὁδηγίες πιστῶν,

ἀλλὰ ἀναγνωρίζεται ὡς μυστηριακὴ κοινότης προσώπων —

ὄχι ὁμοιόμορφων, ἀλλὰ ἐν-μορφικῶς συνδεδεμένων ἀνθρώπων.

Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν καλείται μόνο νὰ σωθεῖ,

ἀλλὰ νὰ μετέχει, νὰ συμπορεύεται, νὰ συνδημιουργεῖ.

⊛ 2. Ὁ Ἱερατικὸς Λόγος τοῦ Ἀνθρώπου

Ὁ Ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπλῶς λήπτης τοῦ θείου.

Εἶναι φορεὺς τοῦ ἱεροῦ, ὅταν ζῇ ἐν προαιρέσει.

Ὁ Ἱερατικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στέκεται ἀνάμεσα στὸ ὀρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο·

μεταφράζει, προσεύχεται, προσφέρει —

καὶ μεταμορφώνει τὸ καθημερινὸ εἰς ἔκστασιν ἀγάπης.

⊛ 3. Ὁ Homo Creative ὡς ἐκκλησιοποιῶν

Ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ Homo Creative,

δὲν ἀρκεῖται σὲ τελετουργίες ἢ σὲ κανονικὰς διατάξεις.

Αἰτεῖ νόημα. Δημιουργεῖ σχέσεις.

Πραγματώνει ἐκκλησία, ὅπου δύο ἢ τρεῖς ἀληθῶς ἀγαπῶνται.

Ἡ δημιουργικότης του δὲν εἶναι μονάχα τέχνη, ἀλλὰ θεουργία:

κάθε χειρονομία, μιὰ καινὴ διαθήκη.

⊛ 4. Ἐκκλησία τοῦ Μέλλοντος: Ὅπου τόπος εἶναι ἡ σχέση

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ μέλλοντος

δὲν θὰ ἔχει ἔδρα·

θὰ ἔχει καρδιὰ.

Δὲν θὰ ἔχει μόνο ἱερὰ σκεύη,

ἀλλὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ ἀνταλλάσσουν τὸ φῶς τους ὡς προσφορὰ καὶ ἀγάπη.

Ἐκεῖ, ὁ Ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔρχεται γιὰ νὰ λάβει,

ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμετάσχει.

Καὶ κάθε συμμετοχὴ θὰ εἶναι δημιουργία κόσμου.

⊛ 5. Πνεῦμα, Ὄχι Σύστημα

Ὅταν ἡ Ἐκκλησία γίνετα ὄργανο, χάνει τὸ πνεῦμα.

Ὅταν γίνετα ὄχημα προαιρέσεως, ἀποκτᾷ φτερά.

Ὁ Homo Creative

δὲν θὰ πιστεύει, θὰ ὁμολογεῖ μὲ πράξεις.

Δὲν θὰ ὑπακούει, θὰ συντονίζεται.

Δὲν θὰ σιωπᾷ, θὰ ἐκκλησιοποιεῖ.

➥ Ἐπίμετρο:

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔπαυσε.

Ἔγινε κρύφια σπίθα στὶς καρδιὲς ποὺ ἀγαποῦν.

Καὶ τώρα… ἀναγεννᾶται.

 

Ὅπως λέει κι ὁ Ἡράκλειτος:

ὰν μὴ ἐλπίζῃς, ἀνεύρητον ἐμείνῃς» —

κι ἐμεῖς… ἐλπίζομεν δημιουργικῶς.

 

ΜΕΡΟΣ Δʹ

 Ἐρωτικὴ Ὀντολογία καὶ Πνευματικὸς Ἔρως

🔹 1. Ὁ Ἔρως ὡς Μετουσίωσις

Ὁ ἔρως δὲν εἶναι ἀνάγκη, οὔτε ὁρμὴ βιολογική. Εἶναι μετουσίωσις ἀντίληψης: μία πράξις συνειδητῆς παρουσίας, μιᾶς πνοῆς ποὺ ἐγκαθιδρύει σχέσιν ἀνάμεσα στὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο.

Ὁ ἔρως εἶναι ὁ ἥλιος τοῦ ἀπείρου μέσα στὴν πεπερασμένη μας ὕπαρξη.

«Ὁ Θεός Ἔρως ἐστίν· καὶ ὅταν εἶναι ἀληθινὸς, γεννᾷ Κόσμο.»

🔹 2. Πνευματικὴ Διάστασις τῆς Ἀφροδισιακῆς Πράξεως

Ἡ σωματικὴ ἕνωσις δὲν εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς πνευματικῆς. Εἶναι ἡ φυσικὴ ἀποτύπωσις τῆς.

Ὅταν δὲν ὑπάρχει σεβασμὸς καὶ ἐσωτερικὸς ἀντίλαλος, ἡ πράξις γίνεταί μηχανισμὸς, ἀνακύκλωσις ἐπιθυμιῶν, δίχως ἄρωμα ἀληθείας.

Ἡ ἐρωτικὴ τέλεσις ποὺ ἀναβαπτίζεται στὸ φῶς τῆς πρόθεσης καὶ τῆς ἀγάπης εἶναι πηγή θεραπείας, ἀλλαγῆς καὶ πνευματικῆς ἀνάστασης.

🔹 3. Τὸ Σπέρμα ὡς Λόγος καὶ Φῶς

Τὸ σπέρμα, ὅταν θεωρεῖται ὡς φορεὺς ζωῆς, ἀντί μόνον ὡς ὕλη ἀναπαραγωγῆς, ἀποκτᾷ ιερότητα.

Εἶναι λόγος ἐν σπέρματι, ἀρχὴ δημιουργίας, μεταφορεὺς νοήματος καὶ σὲ κυτταρικὸ καὶ σὲ ψυχικὸ ἐπίπεδο.

«Ἔστιν ὁ σπόρος οὐ μόνον ὕλη, ἀλλὰ πρόθεσις ὄλου ἀνθρώπου.»

Ἡ συνειδητὴ ἐκσπερμάτισις (ἢ ἐγκράτεια) δὲν εἶναι καταπίεσις, ἀλλὰ συμμετρικὸς διάλογος μεταξὺ ἐπιθυμίας καὶ ἀγάπης.

🔹 4. Μυστικὴ Φύσις τῆς Συνουσίας

Ἡ συνουσία, ὅταν ἀπαλλαγῇ ἀπὸ ὀργανικὰ στερεότυπα, εἶναι τελετουργικὴ ἕνωσις δύο φωτῶν, ποὺ ὁλοκληρώνονται ἐν ἑνὶ ἀναδυόμενῳ νοήματι: τῇ ἀνάδυσι τοῦ παιδίου, φυσικῶς ἢ συμβολικῶς.

Σὲ ἕναν κόσμον ὅπου ὁ ἔρως ἔχει παγιδευθεῖ ἀνάμεσα στὸ sex ἢ τὴν κατανάλωση, ἡ ἀφροδισιακὴ ἀγωγή ὁδηγεῖ ὄχι στὴν πειθαρχία, ἀλλὰ στὴν ἐνσυναίσθητη ἀπελευθέρωση.

🔹 5. Τὸ Μέτρον ὡς Λυρικὴ Πυξίδα

«Μέτρον ἄριστον» — οὐ φραγμὸς, ἀλλὰ ρυθμὸς συμμετρίας.

Στὸν ἔρωτα, τὸ μέτρον δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ποσότητα τῆς πράξεως, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ποιότητα τῆς σχέσεως.

Μέτρον ὅταν πρὸς τὸ Ὄλον, ὄχι πρὸς τὴν κατανάλωση.

🔹 6. Τὸ Ἀνθρώπινον Σῶμα ὡς Ἐκκλησία Ἐπαφῆς

«Ἡ Ἀφροδισιακὴ ἀλήθεια εἶναι ἐκκλησία ἐπαφῆς — ἄγγιγμα ὡς ὁμολογία σχέσεως.»

Ἐνὸς ἔμψυχου ναοῦ, ὅπου ὁ ἔρως ἐκφράζεται ὄχι μόνο διὰ σαρκός, ἀλλὰ διὰ σιωπῆς, βλέμματος, ἀναπνοῆς, ἀναγνώρισης.

Το πόνημα τούτο, διανοίγει την εσωτερική σκηνή της φιλοσοφίας του ἔρωτος, ὡς τρόπου ὄχι ἀπλῶς συνουσιαστικοῦ, ἀλλὰ ὁντολογικοῦ, ὑπαρξιακοῦ, καὶ τελικῶς πνευματικοῦ δρόμου προς τὴν ἀλήθειαν.

bottom of page